ξεμπρόστιασμα

ξεμπρόστιασμα
το публичное разоблачение, изобличение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξεμπρόστιασμα" в других словарях:

  • ξεμπρόστιασμα — και ξεμπρότισμα, το [ξεμπροστιάζω / ξεμπροστίζω] 1. αποκάλυψη τών σφαλμάτων ή τής ανικανότητας κάποιου μπροστά σε άλλους 2. επίπληξη ενός ατόμου μπροστά σε άλλους …   Dictionary of Greek

  • ξεμπρόστιασμα — το, ατος αποκάλυψη σφαλμάτων ή αναξιότητας κάποιου μπροστά σε άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»